βλαβερός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ pwb.py ΔΦΑ - ipa 1st parameter language code
μ PAWS - συντήρηση: αφαίρεση μτφ-μέση από τις Μεταφράσεις
Γραμμή 39: Γραμμή 39:
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|XXX}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|XXX}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|XXX}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|XXX}} -->
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|XXX}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|XXX}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|XXX}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|XXX}} -->

Αναθεώρηση της 20:46, 28 Ιανουαρίου 2022

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βλαβερός η βλαβερή το βλαβερό
      γενική του βλαβερού της βλαβερής του βλαβερού
    αιτιατική τον βλαβερό τη βλαβερή το βλαβερό
     κλητική βλαβερέ βλαβερή βλαβερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βλαβεροί οι βλαβερές τα βλαβερά
      γενική των βλαβερών των βλαβερών των βλαβερών
    αιτιατική τους βλαβερούς τις βλαβερές τα βλαβερά
     κλητική βλαβεροί βλαβερές βλαβερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βλαβερός < αρχαία ελληνική

Προφορά

ΔΦΑ : /vla.veˈɾos/

Επίθετο

βλαβερός -ή -ό

  1. που προξενεί βλάβη
     συνώνυμα: βλαπτικός, επιβλαβής, επιζήμιος
     αντώνυμα: επωφελής, ωφέλιμος
  2. που προκαλεί αρρώστια
     συνώνυμα: νοσηρός
     αντώνυμα: υγιεινός

Μεταφράσεις