έκκεντρο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις |
μ PAWS - συντήρηση: αφαίρεση μτφ-μέση από τις Μεταφράσεις |
||
Γραμμή 49: | Γραμμή 49: | ||
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{lv}} : {{τ|lv|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{lv}} : {{τ|lv|ΧΧΧ}} --> |
||
{{μτφ-μέση}} |
|||
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{lb}} : {{τ|lb|XXX}} --> |
<!-- * {{lb}} : {{τ|lb|XXX}} --> |
Αναθεώρηση της 16:58, 29 Ιανουαρίου 2022
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έκκεντρο | τα | έκκεντρα |
γενική | του | έκκεντρου | των | έκκεντρων |
αιτιατική | το | έκκεντρο | τα | έκκεντρα |
κλητική | έκκεντρο | έκκεντρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- έκκεντρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου έκκεντρος, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική excentrique
Ουσιαστικό
έκκεντρο ουδέτερο
- (μηχανική) τμήμα μηχανής που περιστρέφεται παλινδρομικά γύρω από άξονα που δεν περνάει ακριβώς από το κέντρο του
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Κλιτικός τύπος επιθέτου
έκκεντρο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μηχανική (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)