κίνδυνος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ΝΕΛΛ +προφορά, +εκφράσεις ΑΡΧ +κλίση // Ωραία, Χρήστης:Topka10 βάλατε ορισμό. Η δίεση (αντί για αστερίσκο) που έβαλα δημιουργεί αρίθμηση
μ PAWS - συντήρηση: αφαίρεση μτφ-μέση από τις Μεταφράσεις
Γραμμή 59: Γραμμή 59:
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|XXX}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|XXX}} -->
<!-- * {{ms}} : {{τ|ms|XXX}} -->
<!-- * {{ms}} : {{τ|ms|XXX}} -->
{{μτφ-μέση}}
* {{nl}} : {{τ|nl|gevaar}}
* {{nl}} : {{τ|nl|gevaar}}
<!-- * {{cy}} : {{τ|cy|XXX}} -->
<!-- * {{cy}} : {{τ|cy|XXX}} -->

Αναθεώρηση της 04:53, 31 Ιανουαρίου 2022

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κίνδυνος οι κίνδυνοι
      γενική του κινδύνου
κίνδυνου
των κινδύνων
    αιτιατική τον κίνδυνο τους κινδύνους
     κλητική κίνδυνε κίνδυνοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κίνδυνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κίνδυνος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈcin.ði.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κίν‐δυ‐νος

Ουσιαστικό

κίνδυνος αρσενικό

  1. οποιαδήποτε δυνατότητα έλευσης απώλειας ή ζημίας (ζωής ή αγαθών)
  2. οποιαδήποτε δύσκολη κατάσταση βρισκόμαστε και υπάρχει φόβος

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κίνδυνος οἱ κίνδυνοι
      γενική τοῦ κινδύνου τῶν κινδύνων
      δοτική τῷ κινδύν τοῖς κινδύνοις
    αιτιατική τὸν κίνδυνον τοὺς κινδύνους
     κλητική ! κίνδυνε κίνδυνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κινδύνω
γεν-δοτ τοῖν  κινδύνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κίνδυνος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κίνδυνος αρσενικό

Συγγενικά

Πηγές