σημαίνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις
μ PAWS - συντήρηση: αφαίρεση μτφ-μέση από τις Μεταφράσεις
Γραμμή 59: Γραμμή 59:
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|XXX}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|XXX}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|XXX}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|XXX}} -->
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|XXX}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|XXX}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|XXX}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|XXX}} -->

Αναθεώρηση της 13:16, 3 Φεβρουαρίου 2022

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σημαίνω < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική σημαίνω

Ρήμα

σημαίνω, πρτ.: σήμαινα, στ.μέλλ.: θα σημάνω, αόρ.: σήμανα, παθ.φωνή: σημαίνομαι, π.αόρ.: σημάνθηκα, μτχ.π.π.: σεσημασμένος

  1. χωρίς παθητική φωνή, συνήθως στο τρίτο πρόσωπο
    1. (μεταβατικό) είμαι φορέας μιας σημασίας μέσα στο πλαίσιο ενός κώδικα επικοινωνίας, όπως είναι η γλώσσα
      τι σημαίνει η λέξη "ενδελεχώς";
    2. (μεταβατικό) ταυτίζομαι με κάτι άλλο ως προς το νοηματικό περιεχόμενο
      η επιφύλαξή μου δε σημαίνει απροθυμία
    3. (μεταβατικό) (αμετάβατο) εκπέμπω ένα ηχητικό σήμα που αναγγέλλει ή προειδοποιεί για κάτι
      σήμανε συναγερμός στο στρατόπεδο
      σημαίνω εγερτήριο κάθε μέρα στις 6
    4. (αμετάβατο) (μεταφορικά) φτάνει η ώρα
      σήμανε η ώρα για να ξεσηκωθούμε
  2. με παθητική φωνή (μεταβατικό) καταγράφω σημάδι, σήμανση → δείτε τη λέξη σημαίνομαι

Σημειώσεις

Μετοχή παθητικού παρακειμένου

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις