απλός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ προσθήκη παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο του μέρους λόγου
Γραμμή 3: Γραμμή 3:
{{-ετυμ-}}
{{-ετυμ-}}
:{{αρχ}} [[ἁπλοῦς]]
:{{αρχ}} [[ἁπλοῦς]]
{{-επιθ-}}
{{-επιθ-|el}}
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}'''
# που δεν είναι [[πολύπλοκος]]
# που δεν είναι [[πολύπλοκος]]

Αναθεώρηση της 01:16, 6 Δεκεμβρίου 2007

Πρότυπο:=el=

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απλός η απλή το απλό
      γενική του απλού της απλής του απλού
    αιτιατική τον απλό την απλή το απλό
     κλητική απλέ απλή απλό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απλοί οι απλές τα απλά
      γενική των απλών των απλών των απλών
    αιτιατική τους απλούς τις απλές τα απλά
     κλητική απλοί απλές απλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Πρότυπο:-ετυμ-

αρχαία ελληνική ἁπλοῦς

Πρότυπο:-επιθ- απλός

  1. που δεν είναι πολύπλοκος
    μια απλή κατασκευή, θα σου το πω με απλά λόγια
  2. λιτός ως προς τον τρόπο ζωής, τη διακόσμηση, τα εκφραστικά μέσα
  3. (για χαρακτήρες) ανεπιτήδευτος, ειλικρινής, ευθύς
  4. συνηθισμένος, καθημερινός
    εμείς οι απλοί άνθρωποι, εμφανίστηκε με απλά ρούχα
  5. αμόρφωτος, απλοϊκός
    πολλές φορές ακούς μεγάλες αλήθειες από το στόμα των απλών ανθρώπων

Πρότυπο:-αντ-

Πρότυπο:-συγγ-

Πρότυπο:-συνθ-

Πρότυπο:-μτφ-