υφαρπάζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ προσθήκη παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο του μέρους λόγου |
μ αφαίρεση κατηγοριών που θα γίνονται στο εξής αυτόματα |
||
Γραμμή 61: | Γραμμή 61: | ||
{{)}} |
{{)}} |
||
[[Κατηγορία:Ελληνικά ρήματα]] |
Αναθεώρηση της 19:47, 9 Δεκεμβρίου 2007
- υφαρπάζω < ὑφ- (ὑπό) + ἁρπάζω
Πρότυπο:-ρημ- υφαρπάζω
- οικειοποιούμαι κάτι που δεν είναι δικό μου με επιτήδειο τρόπο
- μου υφάρπαξε τα έγγραφα
- καταφέρνω να αποσπάσω κάτι από κάποιον με επιτήδειο τρόπο
- δεν μπορείς να υφαρπάξεις τη συγκατάθεσή μου
|