Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
|
|
Γραμμή 65: |
Γραμμή 65: |
|
<!-- * {{fi}} : {{ξεν|fi|XXX}} --> |
|
<!-- * {{fi}} : {{ξεν|fi|XXX}} --> |
|
{{)}} |
|
{{)}} |
|
[[Κατηγορία:Ελληνικά ρήματα]] |
|
Αναθεώρηση της 00:04, 10 Δεκεμβρίου 2007
Πρότυπο:=el=
Πρότυπο:-ετυμ-
Πρότυπο:-ρημ-
συζητώ
- αναλύω μέσω του διαλόγου μαζί με άλλους κάτι ή αναζητώ τη λύση ενός προβλήματος
- αντιπαραθέτω τις απόψεις μου στις απόψεις κάποιου ή κάποιων άλλων
- μιλάω με κάποιον άλλον, συνδιαλέγομαι, συνομιλώ, κουβεντιάζω
Πρότυπο:-συγγ-
Πρότυπο:-κλισ-
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι
|
πρόσωπα
|
Ενεστώτας
|
Παρατατικός
|
Εξ. Μέλλ.
|
Υποτακτική
|
Προστακτική
|
Μετοχή
|
α' ενικ.
|
συζητάω - συζητώ
|
συζητούσα
|
θα συζητάω - συζητώ
|
να συζητάω - συζητώ
|
|
συζητώντας
|
β' ενικ.
|
συζητάς
|
συζητούσες
|
θα συζητάς
|
να συζητάς
|
συζήτα - συζήταγε
|
γ' ενικ.
|
συζητάει - συζητά
|
συζητούσε
|
θα συζητάει - συζητά
|
να συζητάει - συζητά
|
|
α' πληθ.
|
συζητάμε - συζητούμε
|
συζητούσαμε
|
θα συζητάμε - συζητούμε
|
να συζητάμε - συζητούμε
|
|
β' πληθ.
|
συζητάτε
|
συζητούσατε
|
θα συζητάτε
|
να συζητάτε
|
συζητάτε
|
γ' πληθ.
|
συζητάν(ε) - συζητούν(ε)
|
συζητούσαν(ε)
|
θα συζητάν(ε) - συζητούν(ε)
|
να συζητάν(ε) - συζητούν(ε)
|
|
Συνοπτικοί χρόνοι
|
πρόσωπα
|
|
Αόριστος
|
Συνοπτ. Μέλλ.
|
Υποτακτική
|
Προστακτική
|
Απαρέμφατο
|
α' ενικ.
|
|
συζήτησα
|
θα συζητήσω
|
να συζητήσω
|
|
συζητήσει
|
β' ενικ.
|
συζήτησες
|
θα συζητήσεις
|
να συζητήσεις
|
συζήτα - συζήτησε
|
γ' ενικ.
|
συζήτησε
|
θα συζητήσει
|
να συζητήσει
|
|
α' πληθ.
|
συζητήσαμε
|
θα συζητήσουμε
|
να συζητήσουμε
|
|
β' πληθ.
|
συζητήσατε
|
θα συζητήσετε
|
να συζητήσετε
|
συζητήστε
|
γ' πληθ.
|
συζήτησαν συζητήσαν(ε)
|
θα συζητήσουν(ε)
|
να συζητήσουν(ε)
|
|
Συντελεσμένοι χρόνοι
|
πρόσωπα
|
Παρακείμενος
|
Υπερσυντέλικος
|
Συντελ. Μέλλ.
|
Υποτακτική
|
Προστακτική
|
|
α' ενικ.
|
έχω συζητήσει
|
είχα συζητήσει
|
θα έχω συζητήσει
|
να έχω συζητήσει
|
|
|
β' ενικ.
|
έχεις συζητήσει
|
είχες συζητήσει
|
θα έχεις συζητήσει
|
να έχεις συζητήσει
|
|
γ' ενικ.
|
έχει συζητήσει
|
είχε συζητήσει
|
θα έχει συζητήσει
|
να έχει συζητήσει
|
|
α' πληθ.
|
έχουμε συζητήσει
|
είχαμε συζητήσει
|
θα έχουμε συζητήσει
|
να έχουμε συζητήσει
|
|
β' πληθ.
|
έχετε συζητήσει
|
είχατε συζητήσει
|
θα έχετε συζητήσει
|
να έχετε συζητήσει
|
|
γ' πληθ.
|
έχουν συζητήσει
|
είχαν συζητήσει
|
θα έχουν συζητήσει
|
να έχουν συζητήσει
|
|
|
Πρότυπο:-μτφ-