free: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ προσθήκη παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο του μέρους λόγου |
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 202: | Γραμμή 202: | ||
* [[free rein]] <!--Σημείωση: αυτό είναι η μόνη σωστή ορθογραφία αυτής της έκφρασης--> |
* [[free rein]] <!--Σημείωση: αυτό είναι η μόνη σωστή ορθογραφία αυτής της έκφρασης--> |
||
* [[freeware]] |
* [[freeware]] |
||
[[Κατηγορία:Αγγλικά επίθετα]] |
|||
[[Κατηγορία:Αγγλικά ρήματα]] |
|||
[[ar:free]] |
[[ar:free]] |
Αναθεώρηση της 14:51, 14 Δεκεμβρίου 2007
Πρότυπο:=en= Πρότυπο:-ετυμ- Από το παλαιό αγγλικό freo, από πρωτογερμανικό (Π.Γμκ.) * frijaz, το οποίο προέρχεται από το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό (ΠΙΕ) * prijos- αγαπητός, αγαπημένος.
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; : /fri:/
Πρότυπο:-επιθ- free, συγκριτικός freer, υπερθετικός freest
- Ελεύθερος.
- Μη φυλακισμένος ή υποδουλωμένος.
- a free man
- Αποκτήσιμος χωρίς πληρωμή, δωρεάν.
- All drinks are free
- Αβίαστος (ελεύθερος).
- He was given free rein to do whatever he wanted
- Ανεμπόδιστος, χωρίς παρεμποδίσεις.
- the drain was free
- Χωρίς υποχρεώσεις.
- free time
- (για λογισμικό) με πολύ λίγους περιορισμούς στη διανομή ή τη βελτίωση, σε αντίθεση με το ιδιόκτητο λογισμικό. Βλέπε ελεύθερο λογισμικό.
Πρότυπο:-μτφ- μη φυλακισμένος
|
|
αποκτήσιμος χωρίς πληρωμή
|
|
αβίαστος
|
|
ανεμπόδιστος
|
|
χωρίς υποχρεώσεις
|
|
λογισμικό
|
|
|
|
- ελευθερώνω· απελευθερώνω· απελευθερώνω από αυτό που περιορίζει, στενοχωρεί, ή καταπιέζει.
|
|