τράπεζα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ αφαίρεση κατηγοριών που θα γίνονται στο εξής αυτόματα
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ interwikification των μεταφράσεων (πρότυπα ξεν, ξεν-)
Γραμμή 29: Γραμμή 29:
* {{fr}} : {{ξεν|fr|banque}} (2, 3)
* {{fr}} : {{ξεν|fr|banque}} (2, 3)
* {{de}} : {{ξεν|de|Bank}} (2, 3)
* {{de}} : {{ξεν|de|Bank}} (2, 3)
* {{da}} : {{ξεν|da|bank}} (2, 3)
* {{da}} : {{ξεν-|da|bank}} (2, 3)
<!-- * {{he}} : {{ξεν|he|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{he}} : {{ξεν|he|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{et}} : {{ξεν|et|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{et}} : {{ξεν|et|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 15:19, 31 Δεκεμβρίου 2007

Δείτε επίσης: Τράπεζα, τραπέζι

Πρότυπο:=el= Πρότυπο:-ετυμ-

Από το αρχαίο τράπεζα< *τρα (<τέτταρες) + πέζα (=πους)

Πρότυπο:-ουσ- τράπεζα θηλυκό

  1. τραπέζι, συνήθως για τελετουργική χρήση
    τράπεζα προσφορών, Αγία Τράπεζα
  2. πιστωτικός οργανισμός που ασχολείται με χρηματοπιστωτικές εργασίες. Π.χ. δέχεται καταθέσεις ιδιωτών ή νομικών προσώπων, παραχωρεί δάνεια, διαχειρίζεται χαρτοφυλάκια για λογαριασμό των πελατών του κλπ
    Οι καταθέσεις του στην τράπεζα εξανεμίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου.
    • συνεκδοχικά το κτήριο που στεγάζει ένα υποκατάστημα μιας τράπεζας.
      Ο Γιάννης πετάχτηκε στην τράπεζα για κάτι δουλειές.
  3. γενικότερα ένας τόπος όπου κατατίθενται προς φύλαξη υλικά ή άυλα αγαθά προκειμένου να είναι προσιτά σε μελλοντική ζήτηση.
    Π.χ. τράπεζα αίματος, τράπεζα σπέρματος, τράπεζα θεμάτων για εξετάσεις

Πρότυπο:-μτφ-