τράπεζα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ αφαίρεση κατηγοριών που θα γίνονται στο εξής αυτόματα |
μ interwikification των μεταφράσεων (πρότυπα ξεν, ξεν-) |
||
Γραμμή 29: | Γραμμή 29: | ||
* {{fr}} : {{ξεν|fr|banque}} (2, 3) |
* {{fr}} : {{ξεν|fr|banque}} (2, 3) |
||
* {{de}} : {{ξεν|de|Bank}} (2, 3) |
* {{de}} : {{ξεν|de|Bank}} (2, 3) |
||
* {{da}} : {{ξεν|da|bank}} (2, 3) |
* {{da}} : {{ξεν-|da|bank}} (2, 3) |
||
<!-- * {{he}} : {{ξεν|he|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{he}} : {{ξεν|he|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{et}} : {{ξεν|et|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{et}} : {{ξεν|et|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 15:19, 31 Δεκεμβρίου 2007
Πρότυπο:-ουσ- τράπεζα θηλυκό
- τραπέζι, συνήθως για τελετουργική χρήση
- τράπεζα προσφορών, Αγία Τράπεζα
- πιστωτικός οργανισμός που ασχολείται με χρηματοπιστωτικές εργασίες. Π.χ. δέχεται καταθέσεις ιδιωτών ή νομικών προσώπων, παραχωρεί δάνεια, διαχειρίζεται χαρτοφυλάκια για λογαριασμό των πελατών του κλπ
- Οι καταθέσεις του στην τράπεζα εξανεμίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου.
- συνεκδοχικά το κτήριο που στεγάζει ένα υποκατάστημα μιας τράπεζας.
- Ο Γιάννης πετάχτηκε στην τράπεζα για κάτι δουλειές.
- γενικότερα ένας τόπος όπου κατατίθενται προς φύλαξη υλικά ή άυλα αγαθά προκειμένου να είναι προσιτά σε μελλοντική ζήτηση.
- Π.χ. τράπεζα αίματος, τράπεζα σπέρματος, τράπεζα θεμάτων για εξετάσεις
|