θησαυρός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ αφαίρεση κατηγοριών που θα γίνονται στο εξής αυτόματα |
μ interwikification των μεταφράσεων (πρότυπα ξεν, ξεν-) |
||
Γραμμή 45: | Γραμμή 45: | ||
<!-- * {{bg}} : {{ξεν|bg|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{bg}} : {{ξεν|bg|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{br}} : {{ξεν|br|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{br}} : {{ξεν|br|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{fr}} : {{ξεν|fr|trésor }} |
* {{fr}} : {{ξεν-|fr|trésor }} |
||
* {{de}} : {{ξεν|de|Schatz }} |
* {{de}} : {{ξεν-|de|Schatz }} |
||
<!-- * {{da}} : {{ξεν|da|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{da}} : {{ξεν|da|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{he}} : {{ξεν|he|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{he}} : {{ξεν|he|ΧΧΧ}} --> |
||
Γραμμή 64: | Γραμμή 64: | ||
{{-}} |
{{-}} |
||
* {{la}} : {{ξεν|la|thesaurus }} |
* {{la}} : {{ξεν-|la|thesaurus }} |
||
<!-- * {{lt}} : {{ξεν|lt|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{lt}} : {{ξεν|lt|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{ms}} : {{ξεν|ms|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ms}} : {{ξεν|ms|ΧΧΧ}} --> |
||
Γραμμή 72: | Γραμμή 72: | ||
<!-- * {{pl}} : {{ξεν|pl|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{pl}} : {{ξεν|pl|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{pt}} : {{ξεν|pt|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{pt}} : {{ξεν|pt|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{ro}} : {{ξεν|ro|tesouro}} |
* {{ro}} : {{ξεν-|ro|tesouro}} |
||
* {{ru}} : {{ξεν|ru|клад }} |
* {{ru}} : {{ξεν-|ru|клад }} |
||
<!-- * {{sr}} : {{ξεν|sr|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{sr}} : {{ξεν|sr|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{sk}} : {{ξεν|sk|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{sk}} : {{ξεν|sk|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 16:07, 31 Δεκεμβρίου 2007
Πρότυπο:=el= Πρότυπο:el-κλίσ-'ουρανός' Πρότυπο:-ετυμ-
- θησαυρός < αρχαία ελληνική θησαυρός
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; : /θi.sav.'ɾɔs/
θησαυρός αρσενικό
- σύνολο πολύτιμων αντικειμένων, κειμηλίων ή μεγάλα ποσά χρημάτων που συγκεντρώνονται και φυλάγονται, συνήθως με τρόπο που είναι δύσκολο να τα βρει κανείς
- ψάχνει για χαμένους θησαυρούς
- (μεταφορικά) μεγάλος πλούτος
- έχει τους θησαυρούς του Kροίσου
- κάθε κινητό αντικείμενο που θεωρείται ότι έχει αξία και που έμεινε κρυμμένο για τόσο πολύ χρόνο, ώστε δεν μπορεί να βρεθεί ο κύριός του
- πρόσωπο που έχει πολλά χαρίσματα
- εργατικός και τίμιος υπάλληλος, ένας θησαυρός για την επιχείρηση
- πρόσωπο πολύ αγαπητό
- θησαυρέ μου!
- ένα πρόσωπο ή πράγμα που διαθέτει σε μεγάλο βαθμό κάτι πολύτιμο
- αυτή η εγκυκλοπαίδεια είναι θησαυρός γνώσεων
- (αρχαιολογία) οικοδόμημα σε σχήμα ναού που έχτιζαν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στους χώρους των πανελλήνιων ιερών, για να τοποθετούν και να φυλάγουν τα αφιερώματά τους
- ο θησαυρός των Kνιδίων στους Δελφούς
- (αρχαιολογία) χτιστός κυκλικός τάφος των μυκηναϊκών χρόνων, που αργότερα πίστευαν ότι ήταν θησαυροφυλάκιο
- ο θησαυρός του Aτρέως
- (φιλολογία) λεξικό που περιέχει όλο το λεξιλογικό πλούτο μιας γλώσσας
- ο θησαυρός της ελληνικής / της λατινικής γλώσσας
- άνθρακες ο θησαυρός: η διάψευση των προσδοκιών
- καλλιτεχνικοί / αρχαιολογικοί θησαυροί: έργα τέχνης ή αρχαιολογικά ευρήματα μεγάλης αξίας
- οι θησαυροί του Mουσείου του Λούβρου
Πρότυπο:-ουσ- Πρότυπο:grc-β-κλίσ-αθ-'ναός' θησαυρός αρσενικό
- κάτι το πολύτιμο, ο θησαυρός
- ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει ἀγαθά (Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο)
- οικοδόμημα σε σχήμα ναού που έχτιζαν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στους χώρους των πανελλήνιων ιερών, για να τοποθετούν και να φυλάγουν τα αφιερώματά τους
- ἑστᾶσι δὲ οὗτοι ἐν τῷ Κορινθίων θησαυρῷ, σταθμὸν ἔχοντες τριήκοντα τάλαντα, (Ηρόδοτος, Ἱστορίαι)
- χτιστός κυκλικός τάφος των μυκηναϊκών χρόνων, που αργότερα πίστευαν ότι ήταν θησαυροφυλάκιο
- ο θησαυρός του Aτρέως