Gefährdung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Gefährdung | die | Gefährdungen |
γενική | der | Gefährdung | der | Gefährdungen |
δοτική | der | Gefährdung | den | Gefährdungen |
αιτιατική | die | Gefährdung | die | Gefährdungen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Gefährdung (de) θηλυκό