Reiten
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Reiten < ουσιαστικοποίηση του απαρεμφάτου "reiten"
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Reiten (de)
- η ιππασία
Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Reiten < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Reiten αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- Statistisk sentralbyrå / Statistics Norway, 12891: Last names used by 200 persons or more, by last name, contents and year, ανακτήθηκε 6/9/2023 [1]