Schlange
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Schlange | die | Schlangen |
γενική | der | Schlange | der | Schlangen |
δοτική | der | Schlange | den | Schlangen |
αιτιατική | die | Schlange | die | Schlangen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Schlange (de) θηλυκό
- (μεταφορικά) η ουρά (αναμονής)
- (αστερισμός) Όφις
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- Schlange stehen - στέκομαι / περιμένω στην ουρά