abdicate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας abdicate
γ΄ ενικό ενεστώτα abdicates
αόριστος abdicated
παθητική μετοχή abdicated
ενεργητική μετοχή abdicating

Ρήμα[επεξεργασία]

abdicate (en)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]