accept
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | accept |
γ΄ ενικό ενεστώτα | accepts |
αόριστος | accepted |
παθητική μετοχή | accepted |
ενεργητική μετοχή | accepting |
Ρήμα[επεξεργασία]
accept (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) δέχομαι, γίνομαι δεκτός, δέχομαι κάτι που προσφέρεται
- ↪ I am accepting the invitation/offer.
- Δέχομαι την πρόκληση/προσφορά.
- ↪ They accepted the gift/the proposal.
- Δέχτηκαν το δώρο/την πρόταση.
- ↪ Applications are accepted until the end of the month.
- Αιτήσεις γίνονται δεκτές μέχρι το τέλος του μηνός.
- ↪ I am accepting the invitation/offer.
- (μεταβατικό) δέχομαι, γίνομαι δεκτός, γίνομαι αποδεκτός, συμφωνώ ή εγκρίνω κάτι
- ↪ We are not going to accept your proposal.
- Δεν πρόκειται να δεχτούμε την πρότασή σας.
- ↪ He did not agree to go.
- Δεν δέχτηκε να πάει.
- ↪ It was accepted with enthusiastic sentiments.
- Έγινε δεκτός με αισθήματα ενθουσιασμού.
- ↪ The proposal was unanimously accepted.
- Η πρόταση έγινε ομόφωνα δεκτή/αποδεκτή.
- ↪ The lawsuit was not accepted by the court.
- Η αγωγή δεν έγινε αποδεκτή από το δικαστήριο.
- ≈ συνώνυμα: approve
- ↪ We are not going to accept your proposal.
- (μεταβατικό) παίρνω πληρωμή σε μια συγκεκριμένη μορφή
- ↪ The phone accepts coins.
- Το τηλέφωνο παίρνει νομίσματα.
- ↪ The phone accepts coins.
- (μεταβατικό) παραδέχομαι ότι ευθύνομαι ή φταίω για κάτι
- ↪ He accepted his mistake.
- Παραδέχτηκε το λάθος του.
- ↪ He accepted his mistake.
- (μεταβατικό) δέχομαι, αποδέχομαι, συνεχίζω σε μια δύσκολη κατάσταση χωρίς να παραπονιέμαι, γιατί αντιλαμβάνομαι ότι δεν μπορώ να την αλλάξω
- ↪ He refused to accept his defeat.
- Αρνήθηκε να δεχτεί την ήττα του.
- ↪ Why haven’t we accepted the situation?
- Γιατί δεν έχουμε αποδεχτεί την κατάσταση;
- ↪ He refused to accept his defeat.
- (μεταβατικό) γίνομαι αποδεκτός, κάνω κάποιον να νιώθει ευπρόσδεκτος και μέλος μιας ομάδας
- ↪ Foreigners are not easily accepted by the locals.
- Οι ξένοι δε γίνονται εύκολα αποδεκτοί από τους ντόπιους.
- ↪ Foreigners are not easily accepted by the locals.
- (μεταβατικό) δέχομαι, παραδέχομαι, πιστεύω ότι κάτι είναι αλήθεια
- ↪ I accept that you acted in good faith.
- Δέχομαι ότι ενήργησες καλόπιστα.
- ↪ I accept that I am wrong.
- Παραδέχομαι ότι έχω άδικο.
- ↪ I accept that you acted in good faith.
- (μεταβατικό) δέχομαι, γίνομαι δεκτός, επιτρέπω σε κάποιον να γίνει μέλος ενός οργανισμού, να παρακολουθήσει ένα ίδρυμα, να χρησιμοποιήσει μια υπηρεσία κτλ.
- ↪ The hotel is now ready to accept guests.
- Το ξενοδοχείο είναι έτοιμο τώρα να δεχτεί πελάτες.
- ↪ Only members are accepted into the gambling houses.
- Στις χαρτοπαικτικές λέσχες γίνονται δεκτά μόνο τα μέλη.
- ↪ The hotel is now ready to accept guests.