alexandrin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- alexandrin < λατινική alexandrinus
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | alexandrin | alexandrins |
θηλυκό | alexandrine | alexandrines |
alexandrin (fr) αρσενικό
- σχετικός με την Αλεξάνδρεια και τον ελληνιστικό πολιτισμό, αλεξανδρινός
- (κατ’ επέκταση) υπερβολικής λεπτότητας
- une discussion alexandrine - μια συζήτηση υπερβολικής λεπτότητας/επιδεξιότητας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
alexandrin | alexandrins |
alexandrin (fr) αρσενικό