appelé

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό appelé appelés
θηλυκό appelée appelées

appelé (fr)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
appelé appelés

appelé (fr) αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη appeler