aspect
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
aspect | aspects |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
aspect (en)
- η άποψη, η πλευρά, η όψη, ο τρόπος με τον οποίο φαίνεται κάτι από μια ορισμένη θέση παρατήρησης
- (μη μετρήσιμο, ενικός, επίσημο) η εμφάνιση, η ενδυμασία και γενικά η εξωτερική εικόνα κάποιου ή η όψη, το ανθρώπινο πρόσωπο και ιδίως η έκφρασή του
- ↪ a man with an unhealthy aspect - άνθρωπος με αρρωστιάρικη εμφάνιση
- ↪ a man with a fierce aspect - άνθρωπος με άγρια όψη
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη appearance
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, γραμματική) το ποιόν ενέργειας
Πηγές[επεξεργασία]
- aspect - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 287, 639. ISBN 9780194325684., λήμμα: εμφάνιση, όψη
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
aspect | aspects |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
aspect (fr) αρσενικό
Πηγές[επεξεργασία]
- aspect - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- aspect - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
aspect (ro)
- η εμφάνιση