at least
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌæt ˈliːst/
Έκφραση[επεξεργασία]
at least (en)
- τουλάχιστον, όχι λιγότερο από
- ↪ It was a really successful concert. There were at least 500 people there.
- Ήταν μια αρκετά επιτυχημένη συναυλία. Υπήρχαν τουλάχιστον 500 άτομα εκεί.
- ↪ It will cost at least a hundred thousand.
- Θα κοστίσει τουλάχιστον εκατό χιλιάδες.
- ↪ It was a really successful concert. There were at least 500 people there.
- αν μη τι άλλο, τουλάχιστον, χρησιμοποιείται για να προσθέσει ένα θετικό σχόλιο για μια αρνητική κατάσταση
- ↪ We were able to at least sway public opinion.
- Μπορέσαμε, αν μη τι άλλο,/τουλάχιστο να ευαισθητοποιήσουμε την κοινή γνώμη.
- ≈ συνώνυμα: if nothing else
- ↪ We were able to at least sway public opinion.
- τουλάχιστον, ακόμα κι αν δεν ισχύει τίποτα άλλο ή δεν κάνω τίποτα άλλο
- ↪ You should have at least warned me.
- Θα έπρεπε τουλάχιστον να με έχεις προειδοποιήσει.
- ↪ Tell us what happened at least.
- Πες μας τουλάχιστον τι απέγινε.
- ↪ They should’ve had a little respect at least.
- Να είχαν λίγο σεβασμό τουλάχιστον.
- ↪ I don’t know about the others, but at least the children were pleased.
- Δεν ξέρω για τους άλλους, αλλά τουλάχιστον τα παιδιά ευχαριστήθηκαν.
- ↪ At least you should stay.
- Εσείς τουλάχιστον πρέπει να μείνετε.
- ↪ You should have at least warned me.