bagno
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- bagno < λατινική balneum < balineum < αρχαία ελληνική βαλανεῖον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
bagno | bagni |
bagno (it)