battant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

battant < battre

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ba.tɑ̃/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
battant battants

battant (fr) αρσενικό

  1. το κινητό μέρος μιας πόρτας, παραθύρου, επίπλου· η πόρτα μιας ντουλάπας· το παραθυρόφυλλο
  2. (τεχνολογία) κινητό εξάρτημα που προσκρούει πάνω σε άλλο
  3. βαρύ μεταλλικό εξάρτημα μιας καμπάνας που χτυπάει πάνω της
  4. battant d'un pavillon - η οριζόντια διάσταση μιας σημαίας, αυτή που χτυπά από τον αέρα
     αντώνυμα: guindant