berserk

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

berserk < (άμεσο δάνειο) παλαιά νορβηγική berserkr

Επίθετο[επεξεργασία]

berserk (en)

※  «We got some sense of what we were dealing with when the dogs went berserk», Katsoulis told me
«Αποκτήσαμε μιαν αίσθηση του με τι είχαμε να κάνουμε όταν τα σκυλιά έγιναν έξαλλα», μου είπε ο Κατσούλης
Από το άρθρο «The Vampire Ship» του Alexander Clapp, στην ιστοσελίδα του περ. The New Republic (28 Σεπτεμβρίου 2020)· πρόσβαση: 2020-09-20.

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • συχνά συντάσσεται με το ρήμα to go