beuglement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- beuglement < buglement < beugler
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /bø.ɡlə.mɑ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
beuglement | beuglements |
beuglement (fr) αρσενικό
- το μουγκρητό, το μούγκρισμα
- (κατ’ επέκταση) το ξεφωνητό, μυκηθμός, κραυγή, στριγκλιά