blessé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | blessé | blessés |
θηλυκό | blessée | blessées |
blessé (fr)
- ο τραυματίας, ο λαβωμένος
Μετοχή[επεξεργασία]
blessé (fr)