breakthrough

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

breakthrough < break + through

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈbreɪkθruː/

Επίθετο[επεξεργασία]

breakthrough (en) (χωρίς παραθετικά)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
breakthrough breakthroughs

breakthrough (en)

  1. καινοτομία, σημαντικότατη ανακάλυψη
    It’s a breakthrough in the fight against cancer.
    Είναι μεγάλη ανακάλυψη στη μάχη κατά του καρκίνου.
  2. ραγδαία πρόοδος, αύξηση γνώσης

Πηγές[επεξεργασία]