capacité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
capacité | capacités |
capacité (fr) θηλυκό
- η ικανότητα, η δεξιότητα
- η χωρητικότητα
ενικός | πληθυντικός |
capacité | capacités |
capacité (fr) θηλυκό