capital

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

capital < μέση αγγλική capital < λατινική capitalis

Επίθετο[επεξεργασία]

capital (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) κεφαλαίος, για γράμματα
    Fill out the applications with capital letters.
    Συμπληρώστε τις αιτήσεις με κεφαλαία γράμματα.
  2. κεφαλικός, που αναφέρεται στη θανατική ποινή
    capital punishment - κεφαλική ποινή (ποινή θανάτου)
    capital crime - έγκλημα που επισύρει τη θανατική ποινή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
capital capitals

capital (en)

  1. (οικονομία) το κεφάλαιο
  2. η πρωτεύουσα (μιας χώρας)
  3. το κεφαλαίο γράμμα
    Fill out the applications with capitals.
    Συμπληρώστε τις αιτήσεις με κεφαλαία γράμματα.
     συνώνυμα: capital letter, cap
  4. (αρχιτεκτονική) το κιονόκρανο

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
capital capitaux

capital (fr)

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό capital capitaux
θηλυκό capitale capitales

capital (fr)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]