chambre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
chambre | chambres |
chambre (fr) θηλυκό
- το δωμάτιο
- ο θάλαμος
- o οντάς
- το επιμελητήριο
- η κάμαρα, το υπνοδωμάτιο, η κρεβατοκάμαρα