chwila

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈxfi.la/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

chwila (pl) θηλυκό

  1. η στιγμή
    • μικρό χρονικό διάστημα
    • περίσταση με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]