clap
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
clap | claps |
clap (en)
- το χειροκρότημα, τα παλαμάκια
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | clap |
γ΄ ενικό ενεστώτα | claps |
αόριστος | clapped |
παθητική μετοχή | clapped |
ενεργητική μετοχή | clapping |
clap (en)
- (με for) χειροκροτώ
- χτυπώ παλαμάκια
- ↪ The teacher clapped her hands, to quiet the children.
- Η καθηγήτρια χτύπησε παλαμάκια, για να ησυχάσει τα παιδιά.
- ↪ The teacher clapped her hands, to quiet the children.