come from
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | come from |
γ΄ ενικό ενεστώτα | comes from |
αόριστος | came from |
παθητική μετοχή | come from |
ενεργητική μετοχή | coming from |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
come from (en)
- κατάγομαι από, προέρχομαι από, βγαίνω από, είμαι από τον τόπο γέννησής μου ή από τον τόπο που μένω
- ↪ Where do you come from?
- Από που κατάγεστε;
- ↪ I come from Sparta.
- Κατάγομαι από τη Σπάρτη.
- ↪ He comes from a good family.
- Κατάγεται από/Προέρχεται από/Βγαίνει από καλή οικογένεια.
- ↪ People coming from all parts of the country…
- Άνθρωποι προερχόμενοι από όλα τα μέρη της χώρας…
- ↪ Where do you come from?
- προέρχομαι από, έρχομαι από, ξεκινώ από ένα συγκεκριμένο μέρος ή παράγεται από ένα συγκεκριμένο πράγμα
- ↪ an income coming from investments - εισόδημα που προέρχεται από επενδύσεις
- ↪ Many English words come from Greek.
- Πολλές αγγλικές λέξεις προέρχονται από τα Ελληνικά.
- ↪ The plan came from his brother.
- Το σχέδιο προήλθε από τον αδελφό του.
- ↪ Where does this coffee come from?
- Από πού έρχεται αυτός ο καφές;
- προέρχομαι από, βγαίνω από, είναι αποτέλεσμα κάτι
Πηγές[επεξεργασία]
- come from - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 162, 337, 421, 738. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγαίνω, έρχομαι, κατάγομαι, προέρχομαι