courtiser
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- courtiser < (άμεσο δάνειο) ιταλική corteggiare < corte (αυλή)
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
courtiser (fr)
courtiser (fr)