cut off

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας cut off
γ΄ ενικό ενεστώτα cuts off
αόριστος cut off
παθητική μετοχή cut off
ενεργητική μετοχή cutting off

Ετυμολογία [επεξεργασία]

cut off < → δείτε τις λέξεις cut και off

Ρήμα[επεξεργασία]

cut off (en)

  1. αποκλείω, εμποδίζω κάτι
    The road was cut off by the recent landslides.
    Ο δρόμος αποκλείστηκε από τις τελευταίες καθιζήσεις.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη block
  2. (μεταβατικό, αμερικανικά αγγλικά) κόβω το δρόμο σε κάποιον
    He cut me off and we nearly had an accident.
    Μου έκοψε το δρόμο και παραλίγο να έχουμε ατύχημα.
     συνώνυμα: cut in
  3. κόβω, αποκόπτω
  4. κόβω, αποκόπτω (απομονώνω)
  5. κόβω (σταματώ κάτι απότομα)

Πηγές[επεξεργασία]