dangerously
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | dangerously |
συγκριτικός | more dangerously |
υπερθετικός | most dangerously |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
dangerously (en)
- επικίνδυνα
- ↪ The atmosphere was dangerously charged.
- Η ατμόσφαιρα φορτίστηκε επικίνδυνα.
- ↪ The atmosphere was dangerously charged.