defuse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας defuse
γ΄ ενικό ενεστώτα defuses
αόριστος defused
παθητική μετοχή defused
ενεργητική μετοχή defusing

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /dɪˈfjuːz/ (βρετανικό)
ομόηχο: diffuse (διαχέω)

Ρήμα[επεξεργασία]

defuse (en)

  • εξουδετερώνω μια βόμβα, έναν εκρηκτικό μηχανισμό
    He was killed while defusing a bomb.
    Σκοτώθηκε ενώ εξουδετέρωνε μια βόμβα.

Πηγές[επεξεργασία]