defuse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | defuse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | defuses |
αόριστος | defused |
παθητική μετοχή | defused |
ενεργητική μετοχή | defusing |
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
defuse (en)
- εξουδετερώνω μια βόμβα, έναν εκρηκτικό μηχανισμό
- ↪ He was killed while defusing a bomb.
- Σκοτώθηκε ενώ εξουδετέρωνε μια βόμβα.
- ↪ He was killed while defusing a bomb.