den
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
den (en)
- το άντρο (φωλιά ορισμένων ζώων, όπως του λιονταριού)
- το άντρο, το κρησφύγετο
- το ησυχαστήριο ενός ανθρώπου στο σπίτι του, ο προσωπικός του χώρος
Μπαμπάρα (bm)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
den
- το παιδί
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
den (nl)
- το πεύκο
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
den (cs) αρσενικό