dialogue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
dialogue (en)
- ο διάλογος (η συζήτηση)
- ο διάλογος σε ένα θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο
- ο διάλογος, λογοτεχνικό είδος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
dialogue | dialogues |
dialogue (fr) αρσενικό
- ο διάλογος, η συνδιάλεξη