disparate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
disparate (fr)
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | disparate |
συγκριτικός | more disparate |
υπερθετικός | most disparate |
Επίθετο[επεξεργασία]
disparate (en)
- τελείως διαφορετικός, αλλιώτικος, ανόμοιος, διαφορετικός, διάφορος
- ποικίλος
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
disparate | disparates |
disparate (pt) αρσενικό
- η χαζομάρα