dissuasif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dissuasif | dissuasifs |
θηλυκό | dissuasive | dissuasives |
Επίθετο[επεξεργασία]
dissuasif (fr)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη dissuader