draft
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
draft | drafts |
draft (en)
- το προσχέδιο, το πρωτόλειο
- he finished the draft of his book : τέλειωσε το προσχέδιο του βιβλίου του
- η στρατολόγηση
- ≈ συνώνυμα:: conscription
- η συναλλαγματική
- το ρεύμα
Ρήμα[επεξεργασία]
draft (en)