droitisation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
droitisation | droitisations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
droitisation (fr) θηλυκό
- (πολιτική) η κλίση προς τις απόψεις της δεξιάς
- la droitisation du débat politique - η κλίση προς τα δεξιά της πολιτικής επιχειρηματολογίας