droitisation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
droitisation droitisations

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

droitisation (fr) θηλυκό

  1. (πολιτική) η κλίση προς τις απόψεις της δεξιάς
    la droitisation du débat politique - η κλίση προς τα δεξιά της πολιτικής επιχειρηματολογίας

Συγγενικά[επεξεργασία]