déchéance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
déchéance | déchéances |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- déchéance < déchoir
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
déchéance (fr) θηλυκό
- η πτώση, ο ξεπεσμός, η κατάντια
- (νομικός όρος) η απώλεια ενός δικαιώματος ή μιας λειτουργίας, αποτέλεσμα μιας κύρωσης