décroissance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- décroissance < décroître
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.kʁwa.sɑ̃s/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
décroissance | décroissances |
décroissance (fr) θηλυκό