dépensier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- dépensier < dépense
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /de.p̃ɑ.sje/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dépensier | dépensiers |
θηλυκό | dépensière | dépensières |
dépensier (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dépensier | dépensiers |
θηλυκό | dépensière | dépensières |
dépensier (fr)