ecclesiologie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ecclesiologie | ecclesiologies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ecclesiologie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
ecclesiologie | ecclesiologies |
ecclesiologie (fr) θηλυκό