estimate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
estimate < λατινική aestimatus < aestimo
Προφορά 1[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɛstɨˌmeɪ̪t/
- ⓘ
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | estimate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | estimates |
αόριστος | estimated |
παθητική μετοχή | estimated |
ενεργητική μετοχή | estimating |
estimate (en)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Προφορά 2[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
estimate | estimates |
estimate (en)
- εκτίμηση ενός μεγέθους (όχι ακριβής)
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 274-275. ISBN 9780194325684., λήμμα: εκτιμώ
Αναφορές[επεξεργασία]
- estimate - Webster’s Revised Unabridged Dictionary, G. & C. Merriam, 1913.