figure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: figuré

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
figure figures

figure (en)

  1. (συνήθως πληθυντικός) το στατιστικό στοιχείο, το δεδομένο, ένας αριθμός που συμβολίζει ένα συγκεκριμένο ποσό, ειδικά αυτό που δίνεται σε επίσημες πληροφορίες
    the latest trade/unemployment figures - τα τελευταία στατιστικά στοιχεία για το εμπόριο/την ανεργία
    scientific figures - επιστημονικά δεδομένα
  2. ο αριθμός, ένα σύμβολο και όχι μια λέξη που συμβολίζει έναν από τους αριθμούς μεταξύ 0 και 9
    a double digit figure - διψήφιος αριθμός
    a six figure income - εισόδημα εξαψήφιου αριθμού
  3. η μορφή, άτομο του τύπου που αναφέρεται
    He is one of the greatest figures in Greek history.
    Είναι μια από τις μεγαλύτερες μορφές της ελληνικής ιστορίας.
  4. η μορφή, η σιλουέτα, το σχήμα ενός ατόμου που φαίνεται από απόσταση ή όχι καθαρά
    The evocative dark figures in paintings.
    Οι υποβλητικές σκοτεινές μορφές σε πίνακες ζωγραφικής.
    Είδα μια σιλουέτα να πλησιάζει.
    We saw a strange figures in the dark.
    Είδαμε ένα περίεργο σχήμα στο σκοτάδι.
  5. η σιλουέτα, το σχήμα του ανθρώπινου σώματος, ειδικά το σώμα μιας γυναίκας που θεωρείται ελκυστικό
    She’s dieting to keep her figure.
    Κάνει δίαιτα για να διατηρήσει τη σιλουέτα της.
  6. (γεωμετρία) ένα συγκεκριμένο σχήμα που σχηματίζεται από γραμμές ή επιφάνειες
    geometric figures - γεωμετρικά σχήματα

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας figure
γ΄ ενικό ενεστώτα figures
αόριστος figured
παθητική μετοχή figured
ενεργητική μετοχή figuring

figure (en)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fi.ɡyʁ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
figure figures

figure (fr) θηλυκό

  1. (οικείο) το πρόσωπο, το μούτρο
    lave-toi la figure ! - πλύνε το πρόσωπό σου!
  2. (εραλδική) η φιγούρα
    figure de fantaisie - φανταστική φιγούρα (που παριστάνει φανταστικά σχήματα)
    figure naturelle - φυσική φιγούρα (που παριστάνει αληθινά αντικείμενα)

Εκφράσεις[επεξεργασία]



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
figura figure

figure (it)