fléau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fléau | fléaux |
fléau (fr) αρσενικό
- το φραγγέλιο, το μαστίγιο
- η καταστροφή
- η μάστιγα
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
fléau | fléaux |
fléau (fr) αρσενικό