forbidding
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
forbidding (en)
- απαγόρευση, περιορισμός
- αφιλόξενη γη, αφιλόξενος τόπος
- απειλητικός στην όψη
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
forbidding (en)
- γερούνδιο του forbid: απαγορεύοντας