fourbe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fourbe | fourbes |
fourbe (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fourbe | fourbes |
fourbe (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο ύπουλος και ο υποκριτής, ο λωποδύτης, η λωποδύτρια, ο καλοθελητής, η καλοθελήτρα